- ἰσημέριον
- ἰσημέριον, τό,=A aequinoctium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισημέριον — ἰσημέριον, τὸ (Α) βλ. ισημέριος … Dictionary of Greek
ἰσημέριον — aequinoctium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερίου — ἰσημέριον aequinoctium neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερίῳ — ἰσημέριον aequinoctium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισημέριος — ία, ον (ΑΜ ἰσημέριος, ία, ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, ον) το θηλ. ως ουσ. η ισημερία η εξίσωση τής χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό*, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος,… … Dictionary of Greek